Πόλλις

Πόλλις
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος. Ήταν ένας από τους απεσταλμένους στον βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη, για να ζητήσουν συμμαχία και οικονομική βοήθεια (430 π.Χ.). Τα μέλη της αντιπροσωπείας αυτής, περνώντας από τη Θράκη, προσπάθησαν να πείσουν τον βασιλιά των Οδρυσών Σιτάλκη ν’ αποχωρήσει από την Αθηναϊκή συμμαχία. Τους συνέλαβε όμως ο γιος του τελευταίου, Σάδοκος, και τους έστειλε στην Αθήνα, όπου τους θανάτωσαν χωρίς δίκη. 2. Αρχιτέκτονας. Ο Βιτρούβιος αναφέρει ότι έγραψε για τους νόμους της συμμετρίας στην αρχιτεκτονική. 3. Σπαρτιάτης ναύαρχος. Το 393 π.Χ. ήταν επιστολέας του στόλου στον Κορινθιακό πόλεμο. Διετέλεσε πρεσβευτής στον Διονύσιο A΄ των Συρακουσών. Όταν ο Π. γύριζε στη Σπάρτη, ο Διονύσιος του έδωσε τον Πλάτωνα, που γύριζε στην Αθήνα, με την εντολή να τον πνίξει ή να τον πουλήσει δούλο. Το 388 ο Π. πούλησε δούλο τον Πλάτωνα στην Αίγινα. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 376 π.Χ., επικεφαλής ναυτικής δύναμης 60 πλοίων, προσπάθησε να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό της Αθήνας, αλλά νικήθηκε σε ναυμαχία έξω από τη Νάξο από το Χαβρία. Σκοτώθηκε το 373 π.Χ. στη διάρκεια του σεισμού της Ελίκης. 4. Τύραννος των Συρακουσών. Σύμφωνα με μια άποψη καταγόταν από το Άργος. Έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σ’ αυτόν αποδίδεται η εισαγωγή και καλλιέργεια ενός είδους αμπελιού που έκανε ωραίο κρασί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πόλλις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλλιδι — Πόλλις masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλλιδος — Πόλλις masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλλιν — Πόλλις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПОЛЛИС —    • Pollis,          Πόλλις, спартанец, бывший в 380 г. посланцем у Дионисия в Сиракузах, причем поступил вероломно с Платоном, взяв его с собой и продав в рабство на Эгине. Впоследствии, во время войны с Фивами и Афинами, он предводительствовал …   Реальный словарь классических древностей

  • Πόλλ' — Πόλλα , Πόλλης masc voc sg Πόλλα , Πόλλης masc nom sg (epic) Πόλλαι , Πόλλης masc nom/voc pl Πόλλᾱͅ , Πόλλης masc dat sg (doric aeolic) Πόλλι , Πόλλις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”